ἀχούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχούρα ἡ, (Ι) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Πύλ. Φιλιατρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιφων. ἄχ καὶ τῆς καταλ. -ούρα.

Σημασιολογία

1) Στενοχωρία Πελοπν. (Πύλ.) 2) Σφοδρὰ ἐπιθυμία Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Φιλιατρ.): Εἶχε ἀχούρα νὰ βγῇ ὄξω Μεσσ. 3) Ζῆλος Πελοπν. (Μεσσ.): Ἒχω ἀχούρα γιὰˬ δουλε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/