ἀχούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχούρι τό, ἀχούριν Πόντ. (Κερασ.) ἀχούρι κοιν. ἀχούρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. ἀχίρι Κάρπ. Κρήτ. (Λατσίδ Μονοφάτσ. κ.ἀ.) ἀφούριν Πόντ. (Οἰν.) ἀχούρτς ὁ, Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. ahir, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. 'Ελλην. ἀχύριος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἀχούριον ἤδη ἐν Turcogr. 168 καὶ 181.
Σημασιολογία
1) Ἀχυρών, ἀποθήκη ἀχύρου Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. Κεφαλλ. Πόντ. (Οἰν.): Φρ. Τὸ κεφάλι του εἶναι σὰν ἀχούρι (εἶναι ἀμβλύνους) Πελοπν. (’Ολυμπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχεραποθήκη, ἔτι δὲ ἀχούρα (ΙΙ). 2) Στάβλος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Βάζω ’ς τ’ ἀχούρι τ’ ἄλογο-τὰ ζῷα κττ. || Φρ. Σπίτι σὰν ἀχούρι ἢ ἁπλῶς σπίτι ἀχούρι (ἐπὶ οἰκίας ἀκαθάρτου) σύνηθ. Μυρίζει ἀχούρι (εἶναι ἀγενὴς) Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Κλαίνε τ’ ἀχούριˬα γιˬ’ ἄλογα ταὶ τὰ τζαμιὰ γιˬ᾿ ἀγᾶδες Μέγαρ 3) Φάτνη Πελοπν. (Λάστ. ᾿Ολυμπ.) Συνών. παχνί. 4) Λιθίνη λεκάνη τῶν κρηνῶν Σάμ. 'Η λ. ὑπὸ τὸν πληθ. τύπ. Ἀχούριˬα καὶ ὡς τοπων. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA