βρωμοπήγαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμοπήγαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Οὐσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρωμοπήγαδο, ἰδ. βρῶμο- 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βρωμοπήγαδο Ἀττικ. Ἤπ. Εὔβ. Πελοπν. (Μάν.) Βρουμουπήγαδου Μακεδ. Στερελλ. (Παρνασσ.) Βρωμοπήγαδα τά, Πελοπν. (Γύθ. Λακων. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/