ἀρνοβοσκὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνοβοσκὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρνοβοσκὸς ὁ, Κρήτ. Νάξ. (Φιλότ.) ἀρνόβοσκος Καππ. ἀρνιˬόβοσκος Καππ. (Ἀνακ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρνὶ καὶ βοσκός. Ἡ τοῦ τόνου μετακίνησις ἐν τῷ ἀρνόβοσκος διὰ τὸν μετρικὸν τονισμόν.

Σημασιολογία

Βοσκὸς ἀρνίων ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἀστ’ ἄκουσεν ὁ Πόρφυρος ἀρνόβοσκος ἐγέν’το, ἐπῆρε χίλιˬα πρόβατα καὶ πεντακόσιˬα ἀρνίτσιˬα Καππ. Νὰ μὴ σὲ ποῦμ’ ἀρνιˬόβοσκο, ἐδὰ Πορφύριν εἶδες; Ἀνακ. Συνών. ἀρνάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/