γεσίλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεσίλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεσίλι τό, Θρᾴκ. (Πλάγ.) Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

Πιθαν. ἐκ τοῦ Τουρκ. yeṣil = πράσινος.

Σημασιολογία

Γέσι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ λίμνη εἶχε κολέβες, ἀγριόπαπιˬες, γεσίλιˬα (κολέβες = μαῦρες ο᾽ιγριὀπαπιες μὲ ἄσπρη μύτη) Πλάγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/