βρωμοσαλιάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοσαλιάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρωμοσαλιάρις ἐπίθ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 163
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ τοῦ ἐπιθ. σαλιάρις.
Σημασιολογία
1) Ὁ ρυπαινόμενος ἐκ τοῦ ἐκκρινομένου σιέλου. 2) Μεταφ. αἰσχρολόγος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βρωμόγλωσσος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA