γετίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γετίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γετίκι, τό, ἀμάρτ. γετίκκιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yetik = ἱκανός.

Σημασιολογία

1) Τὸ σύνολον τῶν ἐργαλείων πρὸς ἄσκησιν τέχνης τινὸς ἢ ἐπαγγέλματος, ὡς τοῦ μαγείρου, κρεοπώλου. 2) Τὸ σύνολον τῶν γεωργικῶν ἐργαλείων καὶ λοιπῶν χρειωδῶν, σπόρων δημητριακῶν κλπ., ἀπαραιτήτων πρὸς καλλιέργειαν ἀγρῶν, ἱδιως μετοχίου ἐνοικιαζομένου, ὁμοῦ μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ κατοικιδίων ζῴων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/