γετίμικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γετίμικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γετίμικο τό, ἐνιαχ. γιτίμ᾽κο Ἤπ. (Ἰωάνν.) γιˬατίμικο Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δρόβιαν.) γιˬατίμ᾽κου Ἤπ. (Λάκκα Σουλ.)

Ετυμολογία

Τὸ οὐδ. τοῦ ἐπιθ. γετίμικος, οὐσιαστικοποιηθέν.

Σημασιολογία

Γετίμι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τί θὰ γίνῃ τώρα αὑτὸ τὸ γιατίμικο; Ἀργυρόκ. Δρόβιαν. Ἀπ᾽ τοὺ γιˬατίμ᾽κου πῆγαν νὰ φᾶν οἱ ἀφουρισμέ; Λάκκα Σουλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/