ἀρνογεννῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνογεννῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρνογεννῶ Κρήτ. ἀρνογεννάου Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνὶ καὶ τοῦ ρ. γεννῶ.
Σημασιολογία
Γεννῶ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἡλικίας μου, ἐπὶ ἀρνίου: Τὸ μάρωπο ἀρνογεννᾷ-εἶναι ἀρνογεννημένο (μάρωπο=θηλυκὸν ἀρνίον ἑνὸς ἔτους). Ἀρνογέννησε ἡ προβατῖνα Ἀνδροῦσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA