ἀρνοκάτσικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνοκάτσικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνοκάτσικα τά, σύνηθ. ἀρνουκάτσ’κα βόρ. ἰδιώμ. ἀρνιοκάτσικα Ἤπ. (Τσαμαντ.) ἀρνοκατσίκιˬα Πελοπν. (Κυνουρ.) ἀρνοκάτσικο τό, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρνὶ καὶ κατσίκι. Τὸ ἀρνιˬοκάτσικα κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀρνί. Διὰ τὸ ἀρνοκατσίκιˬα πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ. 179 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀρνία καὶ ἐρίφια ὁμοῦ: Τὰ ξεχείμασα τ᾽ άρνοκάτσικά μου. Ψόφησαν τ’ ἀρνοκάτσικα σύνηθ. Τ᾿ ἀρνοκάτσικα χοροπηδοῦσαν καὶ βέλαζαν χαιˬδιˬάρικα γῦρο᾿ς τοὶς μάννες τους (Κρητ. Στοὰ 2,164) || ᾊσμ. ’Σ τὸ δῶθε βόσκουν πρόβατα, ’ς το κεῖθε βόσκουν γίδια, ’ς τὴ μέση τ᾿ ἀρνοκάτσικα, τ’ ἀρνιˬὰ μὲ τὰ κατσίκιˬα Πελοπν. (Λιγουρ.) Τοῦτα τὰ μαντριˬά, τοῦτες οἱ μάντρες, ἀρνιˬοκάτσικα πέντε χιλιˬάδες Τσαμαντ. ’Κεῖ κοιμοῦνται χίλιˬα πρόβατα καὶ δυˬὸ χιλιˬάδες γίδιˬα, κοιμᾶται τ᾽ ἀρνοκάτσικο καὶ μετρημὸ δὲν ἔχει (τὸ ἀρνοκάτσικο μετὰ σημ. περιληπτικῆς ἀντὶ τοῦ πληθ.) Μάν. Συνών. ἀρνοκατσικάκιˬα. ἀρνοκατσικούδιˬα, ἀρνόρριφα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA