ἀρνοκατσικάκιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνοκατσικάκιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνοκατσικάκιˬα τά, ἀμάρτ. ἀρνοκατσικάτσιˬα Πελοπν. (Λάστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνοκάτσικα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκιˬα (ἰδ. -άκι) ἄνευ σημ. ὑποκοριστικῆς.

Σημασιολογία

Ἀρνοκάτσικα ᾿ ὃ ἰδ.: Παροιμ. φρ. ’Σ τὴ μπομπή σου, Μάρτη μου, τ’ ἀρνοκατσικάτσιˬα μου τά ’βγαλα (ἐκ παραμυθ. ἐν ᾧ γραῖα σκώπτει τὸν Μάρτιον κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν του, ὅτε ἐχιόνισε, διότι ξεχείμασε πλέον τ᾿ ἀρνοκάτσικά της καὶ δὲν τὸν φοβεῖται).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/