ἀρνοκλῆσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνοκλῆσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρνοκλῆσι ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρνὶ καὶ ἀρχ. κλῆσις.
Σημασιολογία
Περισυλλογὴ ἀρνίων (γίνεται αὕτη ὑπὸ μοναστηρίου ἢ ἐπισκόπου ἢ ἀγροφύλακος ἢ ποιμένος, ὅστις ἀπώλεσε δι’ οἱονδήποτε λόγον τὸ ποίμνιόν του καὶ ζητεῖ παρὰ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων νὰ δώσουν εἰς αὐτὸν ἀνὰ ἓν ζῷον συνήθως μικρὸν ἀρνίον ἤ καὶ ἐρίφιον διὰ νὰ καταρτίσῃ νέον ποίμνιον). Συνών. ἀρνοκλήσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA