βρωμοτύρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοτύρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρωμοτύρι τό, πολλαχ. βρουμουτύρ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρουμουτέρ’ Θάσ. Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) Λέσβ. Σάμ. βουουμοτύρ’ Σαμοθρ. βουουμοτύι Σαμοθρ. βρωμότυρο πολλαχ. βρουμότυρου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ τυρί. Διὰ τὸ ε τοῦ τύπ. βρουμουτέρ’ ἰδ. ΑΤζάρτζαν. Θεσσαλ. Διάλ. 24.
Σημασιολογία
Τυρὸς ὄζων ἢ κακῆς ποιότητος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κιˬ ἄντρας πάνει ᾿ς τ᾽ άργαστήρι | μὲ ψωμὶ καὶ βρωμοτύρι Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA