γεφυρούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεφυρούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεφυρούλα ἡ, ἐνιαχ. γιουφ᾽ρούλα Στερελλ (Κουνουπίν Μύτικ Σπάρτ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γέφυρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

Γεφυράκι 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Πέρασ᾽ οὑ Λόλους τ᾿ γιˬουφ᾽ρούλα κὶ μ᾽ ἔφιρι τὴ γαδ᾽ρούλα μ᾽ μὶ τοὺ σ᾽τάρ᾽ Μύτικ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/