γεφυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεφυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεφυρώνω λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ (Ὄφ. Τραπ κ.ἀ.) -Λεξ. Βάιγ Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. γιφυρώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) γιˬοφυρώνω Πελοπν (Λάστ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαχ. Βάιγ. γιˬουφυρώνου Μακεδ. (Βογατσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἑκ τοῦ ἀρχ. ρ. γεφυρῶ.
Σημασιολογία
Κατασκευάζω γέφυραν, ζευγνύω τὰς ὄχθας ποταμοῦ διὰ γεφύρας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγεφήρωσαν τὸ ποτάμ᾽ Πόντ. (Τραπ.) Πότε νὰ γεφυροῦται τὸ ποτάμ᾽ νὰ διˬαβαίνωμε; Πόντ. (Ὄφ.) Πβ. ἀγεφύρωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA