γεωγραφία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωγραφία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεωγραφία ἡ, λογ. κοιν. γιωγραφία πολλαχ. γιουγραφία βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γεωγραφία. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπιστήμη ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀντικείμενον τῆν σπουδὴν καὶ περιγραφὴν τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καὶ τῶν ἐπ᾽ αὐτῆς ποικίλων φαινομένων λόγ. κοιν.: Μαθαίνει-ξέρει- σπουδάζει γεωγραφία κοιν. 2) Σύγγραμμα πραγματευόμενον γεωγραφικόν τι θέμα ἢ διδακτικὸν τῆς γεωγραφίας βιβλίον λόγ. κοιν.: Γεωγραφία ἀστρονομικὴ - βοτανικὴ - ζῳολογικὴ- ἱστορικὴ-Ἑλλάδος - Εὐρώπης - Οἰκονομικὴ - Παγκόσμια- στρατιωτικὴ κ.τ.τ. Πῆρε μιὰ γιˬωγραφία νὰ διαβάσῃ νὰ ξεστραβωθῇ Δὲ μαθαίνεται ἡ γιˬωγραφία ᾿ς τὸ ποδάρι· θέλει διˬάβασμα καλὸ καὶ προσοχὴ ᾿ς τὸ χάρτη πολλαχ. 3) Τὸ διδασκόμενον εἰς τὰ ἐκπαιδευτικἀ ἱδρύματα μάθημα τῆς γεωγραφίας λόγ. κοιν. Ἤτανε ὁ πρῶτος μαθητὴς ᾽ς τὴν τάξη. ᾽Σ τὴ γιˬωγραφία καὶ ᾽ς τὴν ἱστορία δὲν τὸν ἔφτανε κανένας. Αὐτὸς εἶναι κουμπούρα ᾽ς τὴ γιˬωγραφία. Θὰ μείνῃ γιˬὰ τὸ Σεπτέμβρη (= θὰ μείνῃ ἐπανεξεταστέος) κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA