γεωγραφικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωγραφικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεωγραφικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γεωγραφικός.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν γεωγραφίαν λογ. κοιν.: Γεωγραφικὸς ὅρος - πίνακας - χάρτης. Γεωγραφικὴ μελέτη. Γεωγραφικὸ συνέδριο κ.τ.τ. Ἐργάζεται ᾽ς τὴ Γεωγραφικὴ ᾽Υπηρεσία Στρατοῦ. Πῆρε δίπλωμα ναυτικοῦ, ἀλλὰ δὲ σκαμπάζει τίποτα ἀπὸ γεωγραφικὸ μῆκος καὶ πλάτος. Εἶμαι γραμμένος ᾽ς τὴ Γεωγραφικὴ Ἐταιρεία κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/