ἀρνοπαίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνοπαίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρνοπαίζω Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνὶ καὶ τοῦ ρ. παίζω.
Σημασιολογία
Παίζω ὡς ἀρνίον, σκιρτῶ, χοροπηδῶ, ἐπὶ παιδίου παίζοντος ἢ ἐπὶ ἐρωτύλων χαριτολογούντων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA