γεωμέτρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεωμέτρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεωμέτρης ὁ, λόγ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεωμέτρης. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπιστήμων ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μὲ τὴν γεωμετρίαν λόγ. πολλαχ. 2) Ὁ κατ᾿ ἐπάγγελμα καὶ πρακτικῶς καταμετρῶν τὴν γῆν, ὁ χωρομέτρης λόγ. πολλαχ. 3) Μεταφ., ἄνθρωπος ἄεργος περιδιαβάζων εἰς τὰς ὁδοὺς ὡς νὰ καταμετρῆ ταύτας - Λεξ. Πρω Συνών. βολτογύρης, γκεζεριτζῆς, γκεζεροσπίτης, γυριστής, γυρουλᾶς, γυρουλιˬάρης, δερνοθύρης, μπολιˬάρης, μπολοθύρης, πορτής͵πορτογύρης, σοκακᾶς, σουλατσαδόρος, χασομέρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/