γεωργεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωργεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεωργεύω (ΙΙ) ἀμάρτ γιˬωργεύω Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. γιˬωργεύγω Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀνόμ. Γεώργης, παρὰ. τὸ ὁπ. καὶ Γιˬώργης Πβ. βαρβαρίζω ΙΙ, βαρβαρώνω.
Σημασιολογία
Τὸ ρῆμα ἐπλάσθη παρηχητικῶς καὶ ἄνευ συγκεκριμένης σημασίας ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ἅι μου Γιˬώργη, γιˬώργευε, ὅπ᾿ ἀγαπῶ γρηγόρευε Κωνπλ. Ἅι μου Γιˬώργη, γιˬώργευγε, | τὴν ἀγαπῶ μαργιˬόλευγε Κάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA