βρωμόχερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμόχερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρωμόχερο τό, κοιν. βρουμόχιρου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ χέρι.
Σημασιολογία
Χέρι ἀκάθαρτον ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Μοῦ ρίχτηκε μὲ ὅλα τὰ σωστά του καὶ μὲ χαιˬδεύει ποῦ καὶ ποῦ μὲ τὰ βρωμόχερά του ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2, 241
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA