γεώργημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεώργημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεώργημα τό, Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γεώρ᾿μα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεώργημα. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐκ τῆς καλλιεργείας τῆς γῆς προερχόμενον προϊὸν Σαμακόβ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Συνών. βεντέμα, εἰσόδημα μαξούλι, παραγωγή, σοδε͜ιά 2) Τόπος καλλιεργημένος - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀγρός, χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA