γεώργι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεώργι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεώργι τό, ἐνιαχ. γεώρκιν Κύπρ. γιˬώρκιν Κύπρ. (Γερμασ. Λευκωσ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἐλληνιστ. οὐσ. γεώργιον.
Σημασιολογία
1) Κυριολ., τὸ ἐκ τῆς γεωργίας προερχόμενον προϊὸν ἔνθ᾽ ἄν.: Τοῦτο τὸ σιτάριν ἔνι γιˬώρκιμ-μου Γερμασ. Τὰ κουτσιˬὰ ἔγ᾽ γιˬώρκισσου (κουτσιˬὰ = κουκκιˬά, ἔγ᾽ = εἶναι) αὐτόθ. Κάθε χρόνο gάμνουμεγ γλυκὸν τιτρόμηλον, ἐπειδὴ ἔχουμεν τζιτρόμηλα γιώρκιν (τιτρόμηλον = νεράντζι) Λευκωσ. 2) Μεταφ. πᾶν τὸ ἀνῆκον εἴς τινα ὡς γεννηθὲν καὶ αὐξηθὲν παρ᾽ αὐτῷ ἔνθ᾽ ἄν.: Τοῦτος ὁ ἅπ-παρος ἔγ᾽ γιˬώρκιμ-μου (ἅπ-παρος = ἵππος) Κύπρ. Ἀντίθ. ἀγορασμάτιν, ἀγοραστικὸς 1, ἀγοραστὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA