βρωμοχόρταρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμοχόρταρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρωμοχόρταρο τό, σύνηθ. βρωμοχόρταρον Πόντ. (Κερασ.) βρουμουχόρταρου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ χορτάρι.

Σημασιολογία

1) Γενικῶς χορτάρι ἄχρηστον, εὐτελές, μὴ ἐδώδιμον, ἄοσμον ἢ δύσοσμον σύνηθ.: ᾎσμ. Γιὰ δὲ τὸ βρωμοχόρταρο ποῦ θὰ μοῦ πῇ τραγούδι, ποῦ δὲν τὸ καταδέχομαι ᾿ς τὴν κοπριὰ λουλούδι Χίος Πετάχτη τὸ τραντάφυλλο τὸ μοσκομυρισμένο, πάψτε, βρὲ βρωμοχόρταρα μέσ᾿ ’ς τὴν κοπριὰ σπαρμένα, ἐγώ ’μαι τὸ τραντάφυλλο τὸ μοσκαναθρεμμένο Πελοπν. Χουρτάρι βρουμουχόρταρου τῆς κουπριᾶς λουλούδι Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών. βρωμοχορταράκι, βρωμόχορτο 1. 2) Εἶδος χόρτου δυσώδους Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. βρωμόχορτο 2. 3) Φυτὸν παράσιτον τῶν κήπων Ἤπ. 4) Τὸ φυτὸν κώνειον Πόντ. (Κερασ.) Σκόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/