βρωμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρωμῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βρουμῶ βόρ. ἰδιώμ. βρωμοῦ Τσακων. βρουμοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) Τσακων. ἰβρουμοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) βουουμῶ Σαμοθρ. βρωμάω σύνηθ. βρουμάου βόρ. ἰδιώμ. βρωμίζω σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. Καππ. Πόντ. (Κερασ.) βρουμίζου βόρ. ἰδιώμ. ἐβρωμίζω Πελοπν. (Μάν.) βρωνίζου Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ). Κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 4 κἑξ. 51 κἑξ. εἶναι τὸ μεταγν. βρομῶ=κροτῶ, παταγῶ. Ὁ τύπ. βρωμίζω καὶ μεσν ὡς μαρτυρεῖ ἡ μετοχ. βρωμισμένος παρὰ Μαχαιρ. 1, 574 (ἔκδ. RDawkins). Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 272. Οἱ τύπ. ἰβρουμοῦ καὶ ἐβρωμίζω διὰ τὸν ἀόρ. ἐβρώμησα.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. Ι) Ἐκπέμπω δυσοσμίαν, ὄζω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βρωμᾷ τὸ στόμα του. Βρωμοῦν τὰ χνότα του. Βρωμᾷ κρασὶ-κρεμμύδια-σκόρδα κττ. Βρωμᾷ τὸ κρέας-τὸ ψάρι κττ. Βρωμισμένο κρέας- ψάρι κττ. κοιν. Ἐβρώμεσαν τὰ ποδάρ ᾿τ᾿ Χαλδ. Βρωμᾷ τ᾽ ἀπάν’ ἀτ’ (τὸ σῶμα του) αὐτόθ. Ἀπὸ ἔντεν τὸν κούε ἐβρωμέτζε ὁ κόσμο (ἀπ’ αὐτὸ τὸ σκυλλὶ ἐβρώμησε ὁ κόσμος) Τσακων. || Φρ. Βρωμάει ὁ κόσμος-ὁ τόπος ἀπὸ τὸ δεῖνα πρᾶμα (ἐπὶ ἀφθονίας πράγματός τινος). Βρωμάει μπαρούτι ἢ παλαμύδα (ἐπὶ προφανοῦς κινδύνου. Περὶ τῶν φρ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθην. 5 <1950> 11). Ἐδῶ βρωμάει μπαρούτι (ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κίνδυνος, διότι ὑπάρχουν τὰ πρὸς ἄμυναν ὅπλα). Ὅλα τοῦ βρωμᾶνε (ἐπὶ ἰδιοτρόπου εἰς οὐδὲν ἀρεσκομένους). Τὸ ἕνα τοῦ βρωμάει καὶ τ’ ἄλλο τοῦ μυρίζει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Μηδὲ βρωμεῖ μηδὲ μυρίζει (ἐπὶ πράγματος μετρίας ἀξίας) Κρήτ. Ἐβρώμησε (ἔγινε βαρετὸς διὰ τὴν νωθρότητα καὶ ἀργίαν του) Μεγίστ. || Παροιμ. Τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ κεφάλι βρωμάει (ὅταν ὁ ἀρχηγὸς οἰκογενείας ἢ ὁμάδος ἀνθρώπων εἶναι διεφθαρμένος, θὰ γίνουν ὅμοιοι καὶ οἱ ἄλλοι) κοιν. Ὅπου περπατεῖ μυρίζει κιˬ ὅπου κάθεται βρωμάει (ὅποιος ταξιδεύει μανθάνει πολλὰ πράγματα) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Βρωμᾷς δὲ βρωμᾷς, δάχτυλο, δικό μου εἶσαι (ὅτι δὲν δύναται κανεὶς ν᾿ ἀπαρνηθῇ κακὸν συγγενῆ του) αὐτόθ. Συνων. ἀναδίνω Β 3. Καὶ μετβ. κάμνω τι ν᾿ ἀναδίδῃ δυσάρεστον ὀσμὴν Θρᾴκ. (Μέτρ.): Ἔκαμε τ᾽ bρωταπριλιˬὰ τέτο͜ιο κρύο ποῦ ψόφησε τὸ γαιˬδούρ᾽ τὸ πουρνὸ κι ὣς τὸ βράδ’ ἔκαμε τέτοια ζέστα ποῦ τὸ βρώμ’σε (ἐκ παραμυθ.) ΙΙ) Κάθημαι ἢ κατακλίνομαι Πόντ. (Κερασ): Βρῶμα κά! (πεπαισμένως πρὸς παιδίον ἀνήσυχον κατὰ τὸ πέσκα κὰ=πέσε κάτω, ἤτοι κατακλίθητι). Β) Μετβ. 1) Πληρῶ δυσοσμίας κοιν. καὶ Τσακων.: Τὸν βρώμησε τὸν τόπο-τὸ σπίτι κττ. κοιν. 2) Λερώνω, ρυπαίνω κοιν.: Ἦρθαν καὶ μᾶς βρώμισαν τὸ σπίτι μὲ τοὶς λάσπες. Συνών. ἀποβροτίζω 1. ἀφανίζω 3, λερώνω. Γ) Μετοχ. 1) Ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς κοιν.: Παροιμ. φρ. Νὰ πάν οἱ βρωμισμένοι, νά ᾿ρτουν οἱ μυρισμένοι (ἐπὶ τῶν ἀποδημούντων πρὸς εὕρεσιν ἐργασίας, οἱ ὁποῖοι ἀναχωροῦν ρυπαροὶ καὶ ἐπανέρχονται καλοενδεδυμένοι) Καππ. (Σινασσ.) || ᾎσμ. Βρὲ κάτ-τε, βρὲ βρωμόκατ-τε, βρὲ γαῖμα βρωμισμένον, ποῦ κάθεσαι μέσ᾽ ᾽ς τοὶς γωνιὲς σὰν τὸν ἁγιασμένον Κύπρ. 2) Μιαρός. αἰσχρός, μυσαρὸς Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Σκύβει καλὰ ᾿ς τὸ μάγουλο τ᾿ ἀφρᾶτο σὰν τὸ μῆλο, τὰ βρωμισμένα χείλη του ἀκκούμπησε μὲ χτύπο Κρήτ. 3) Ἀμαρτωλὸς Νάξ. (Δαμαρ.): Νὰ ἡσυχάσῃ ἡ βρωμισμένη μου ψυχή! Πβ. βρωμέζω, βρωμεύω, βρωμωζένω͵ βρωμωκοπῶ, βρωμωλογῶ, βρωμωμυρίζω, βρωμώνω, βρωμωοκανῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/