βρωμωλογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμωλογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρωμωλογῶ πολλαχ. βρωμωλογάω πολλαχ. βρωμωλοῶ Ἄνδρ. Κύπρ. κ.ἀ. βρουμουλουγῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρωμῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Βρωμωκοπῶ 1, ὃ ἰδ.: Βρωμωλογάει τὸ σπίτι. Βρωμωλόγησε ὁ κόσμος πολλαχ. Ἐποφύσησέν μας ἕναν πόρτον τ’ ἐβρωμωλοήσαμεν Κύπρ. || Παροιμ. Ὁ μάντις ρῆας ἂν γινῇ, | πάλι μαντε͜ιὲς βρωμωλοεῖ Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/