βρῶσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρῶσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Σημασιολογία
Κρήτη, π’ ἀνάθρεψες θεοὺς μὲ τὴ δική σου βρῶσι. δὲν εἴναι κρῖμα τὰ θεριˬὰ τ’ ἄγριˬα νὰ σὲ τρώσι; Κρήτ. β) Ὅ,τι τρώγεται μετὰ τοῦ ἄρτου. ὄψον. προσφάγιον Κεφαλλ. Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Κύθηρ. -Λεξ. Περίδ. ᾿Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Πολὺ πολὺ τὸ ψωμὶ καὶ λίγη λίγη τὴ βρῶσι Κρήτ. Τρώνε ψωμὶ μὲ τὴ βρῶσι Κύθηρ. 2) Δύναμις, ζωτικότης Εὔβ. (Ἄκρ. Κουρ. Μετόχ. Στρόπον. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Κίτ. Μάν. Ξηροχώρ.): Εἶναι ζαβὴ χρονιˬὰ καὶ δὲν ἔχουνε φρῶσ’ τὰ κλαριˬὰ (ζαβὴ=δύσκολος, ἄφορος, κλαριˬὰ=δένδρα) Μετόχ. Εἶναι ἄκαιρα τὰ φροῦτα καὶ δὲν ἔχουνε φρῶσ’ αὐτόθ. Χάθηκ’ ἡ φρῶσ’ σου᾿ δὲν ἔχεις κἀνιὰ χάρ’ ’πάνου σου Στρόπον. Τὸ γάλα τοῦ ἔδωκε βρῶσι Καρδαμ. Τὸ φαεῖ δὲν ἔχει φρῶσι Κίτ. 3) Τὸ μαγειρικὸν ἅλας Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA