γημοριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γημοριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γημοριˬάζω ἀμάρτ γιˬουμουριˬάζου Στερελλ. (Ἀράχ. Παλαιοχ. Χαιρών.) γωμοριˬάζω Πελοπν. (Βερεστ. Μαργέλ Παιδεμέν. κ.ἀ.) ᾽μοριˬάζω Ἤπ. - Λεξ. Ἠπίτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ούσ. γήμορο, ὅπου καὶ γιˬώμουρου καὶ γώμορο Ὁ τύπ. ᾽μοριˬάζω ἀπὸ τὸ ᾽ημοριˬάζω καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ τύπ. ᾽ἡμορο.
Σημασιολογία
1) Δίδω εἴς τινα ἀγρόν, ἄμπελον κ.τ.τ. πρὸς καλλιέργειαν, μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ μοῦ ἀποδίδῃ μέρος τῆς ἑκάστοτε συγκομιδῆς Ἤπ. Στερελλ. (Ἀραχ. Παλαιοχ. Χαιρών.) - Λεξ. Ἤπίτ.: Τοὺ χουράφ᾽ τὸ ᾽χου γιˬουμουρίσ᾽ Ἀραχ Θὰ γιˬουμουριˬάσου τὰ χουράφιˬα μ᾽ κὶ θὰ πάου νὰ ζήσου ᾽ς τ᾿ν Ἀθήνα Παλαιοχ. Μπάκι γιουμουριά᾽εις τοὺ χουράφ᾽ ᾽ς τοὺν Κουτσιˬάνου; (μπάκι = μήπως) αὐτόθ. 2) Ἀναλαμβάνω τὴν καλλιέργειαν ξένων ἀγρῶν μὲ τὴν συμφωνίαν ν᾽ ἀποδίδω εἰς τὸν ἰδιοκτήτην μέρος τῆς ἑκάστοτε συγκομιδῆς Στερελλ. (Παλαιοχ.): Θὰ γιˬουμαριˬάσου τὰ χουράφιˬα τοῦ δεῖνα 3) Μισθώνω εἴς τινα βοῦν πρὸς ἄροσιν Πελοπν. (Βερεστ. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.): Τὸ γωμοριˬάσανε πάλενες κεῖν᾽ τὸ παλιόβοιˬδο ἐφέτο καὶ θὰ ψοφήσῃ οὕλο τὸ χειμῶνα ᾿ς τὸ καμάτι Βερεστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA