γημοριˬάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γημοριˬάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γημοριˬάτικος ἐπίθ. ἀμάρτ. γημουριˬάτικος Πελοπν. (Λεῦκρ.) γεμουριˬάτικος Πελοπν. (Καστάν. Λεῦκτρ. Σαηδόν.) γωμοριˬάτικος Πελοπν. (Βερεστ. Μαργέλ. Παιδεμέν κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γήμορο, ὅπου καὶ τύπ. γήμουρο καὶ γέμουρο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάτικος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἀγροῦ, ὁ διδόμενος εἴς τινα πρὸς καλλιέργειαν μὲ τὴν ὐποχρέωσιν νἀ ἀποδίδη ὁ καλλιεργητὴς εἰς τὸν ἰδιοκτήτην μέρος τῆς ἑκάστοτε συγκομιδῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲν ἔναι δικά μου τὰ χωράφιˬα, τά ᾽χω πάρει γωμοριάτιˬκα ᾽πὸ τὴ γιˬατρῖνα Μαργέλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/