ἆρον ἆρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἆρον ἆρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἆρον ἆρον ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἆρουν ἆρουν βόρ. ἰδιώμ. ἀρονάρον Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀρου-νάρου Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἆρο ἆρ᾿ Σάμ. ἆρ᾿ν ἆρ’ Σάμ. ἀρνάρ’ Σάμ. ἆρον μᾶρον Θρᾴκ. (Καλλίπ) ἆρον τοὺ μᾶρον Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἡ ἀρχ. προστ. τοῦ ρ. αἴρω εἰσελθοῦσα εἰς τὴν λαλουμένην γλῶσσαν ἐκ τοῦ εὐαγγελικοῦ χωρίου τοῦ Ἰωάνν. 19,15 «οἱ δὲ ἐκραύγαζον, ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτὸν» καὶ καταντήσασα εἰς χρῆσιν ἐπιρρηματικήν. Τὸ ἆρον μᾶρον ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ ἄρα μάρα, περὶ οὗ ἰδ. ἄρα (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Μετὰ τάχους ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω-τὸν πῆραν-τὸν σήκωσαν ἆρον ἆρον. Ἔκαμε τὴ δουλε͜ιά του ἆρον ἄρον. Ἤρθανε καὶ μὲ πῆραν ἆρον ἆρον κοιν. Ἆρον μᾶρον τὸν βάλαν᾿ς τὴν κάμαρα Καλλίπ. Οὑ γιˬός -ι- μ᾿ θέ’ ἆρ᾿ν ἆρ᾽ νά φύ’ Σάμ. || Παροιμ. φρ. Ἆρον ἆρον σταύρωσον! (ἐπὶ ταχείας καὶ ἀδίκου καταδίκης) πολλαχ. 2) Βιαίως, ἀναγκαστικῶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἆρον ἆρον τὸν ἔβγαλαν ἕξω κοιν. ᾽Εποίκανε με ἆρον ἆρον σταύρωσον ἀτον (μὲ ἥρπασαν βιαίως) Τραπ. Ἆρουν ἆρουν παίρουν τουν (τὸν παίρνουν) Λυκ. (Λιβύσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA