βῦζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βῦζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βῦζα ἡ, Παρ Πελοπν. (Μεσσ.) βοῦζζος ὁ, Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βῦζα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 40 (1928) 203 καὶ. Ὁρολογ. Δημώδ. 1 (1941) 17.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν βύας ὁ μέγιστος (bobo maximus) τῆς τάξεως τῶν γαμψωνύχων. Συνών. μποῦφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA