γητε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γητε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γητε͜ιὰ ἡ, Βιθυν (Νικομηδ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλλιπεύκ. Καρυὰ Κρυόβρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Ἱων. (Σμύρν.) Κέως Κρήτ. (Βιάνν. Μύρθ Σητ.) Μακεδ. (Βόιον Γιδ. Ἐπανωμ Θεσσαλον. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) -Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ. 22, Π. Βλαστ., Ἀργὼ 121 - Λεξ. Περίδ. Δημητρ. γητεία Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν. Μονεμβασ. κ.ἀ.) γηdε͜ιά Κάρπ. γηθε͜ιὰ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ Ἐννιˬὰ Χωρ. Μαλάκ. Μεραμβ. Νεάπ. Πεδιάδ. Σφακ. κ.ἀ) Μῆλ. γηδε͜ιὰ Κάρπ. Κάσ. γηδκε͜ιὰ Κύπρ γηδgε͜ιὰ Κῶς (Πυλ.) γηθκε͜ιὰ Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) ᾽ητε͜ιὰ Κύπρ. Προπ (Πέραμ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) ᾽ηθε͜ιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ηδκε͜ιὰ Κύπρ. ᾽ητκε͜ιὰ Κῶς ἀητε͜ιὰ Λῆμν. ἀγτε͜ιὰ Λ[ημν. (Πλάκ.) γήτε͜ια Λυκ. (Λιβύσσ.) γήε͜ιτο τό, Εὔβ (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Πάργ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μανιάκ. Μαργέλ. Μεσσην. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. Πυλ. κ.ἀ.) γήτε͜ιου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν Στρόπον κ.ἀ.) Σάμ. (Κουμαδαρ. Παλαιόκαστρ. κ.ἀ.) γήτι Ζάκ. - Κ. Πασαγιάνν. εἰς Τέχν. 1,222.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γητεία, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γοητεία. Βλ. Ἰω. Καλλέρ. εἰς Λεξικογρ. Δελτ 8 (1958), 22-23.
Σημασιολογία
Μαγικὴ ἐπῳδὴ ἢ ἐνέργεια πρὸς θεραπείαν ἢ ἀποτροπὴν κακοῦ τινος, ὡς νόσου, βασκανίας ἢ ἄλλης ἐπηρείας ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬὰ νὰ γιˬατρευτῇ ἡ ριτζιbίλα, ἡ γηθε͜ιὰ πρέπει νὰ γίνῃ τρεῖς φορὲς (ριτζιbίλα = ἡ ἀσθένεια ἐρυσίπελας) Μῆλ. Ξέρω μιˬὰ ᾿ηθε͜ιὰ καὶ περνᾷ τὸ μάτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ ᾿ναῖκις, ἅμα ἀρρώστανι κανείς, λέγανι ᾽ητε͜ιὲς Στερελλ. (Παρνασσ.) Αὐτουνοῦ πιάνει ἡ γητε͜ιά του Κυθηρ. Αὐτὴ γητεύγει καὶ πιάνει κ᾽ ἡ γηθε͜ιά τζης Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Νὰ τοῦ ποῦμε νὰ μᾶσε μάθῃ κ᾿ ἑμᾶς τὴ γηθε͜ιὰ νὰ dὴ gατέχωμε κι ἀχρείαστη νά ᾽ναι Κρήτ. (Πεδιάδ.) Τὸ σταυρώνει ἡ κυρούλα, τοῦ λέει καὶ τὸ γήτε͜ιο καὶ στερνὰ γιˬαίνει τοῦ παιδιˬοῦ τὸ μάτι (κυρούλα = γραῖα, μάμμη) Πελοπν. (Μανιάκ.) Τὸ γήτε͜ιο δὲν κάνει νὰ τὸ πῇς ἀλλουνοῦ, γιˬατί δὲ στρέγει Πελοπν (Μεσσην.) Τῆς τὸν ἐγύριζε τὸν ἀφαλὸ μὲ τὸ ζερβί της τὸ χέρι ὁλοντρόυρα καὶ τ᾿ς ἔλεγε καὶ τὸ γήτε͜ιο Πελοπν. (Παιδεμέν.) Θὰ πιˬάσῃ τὸ γήτι σὰν ἴσκα Κ. Πασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ ᾿ητε͜ιά του ᾿ὲν ἔπκιˬασεν Κύπρ. || Παροιμ. Ἀποὺ γητε͜ιὰ πύρουμα κι ἀποὺ γαμπρὸ φύλαγμα μὴ καρτιρᾷς (ὁ γαμπρὸς δὲν ἐνδιαφέρεται οὐδόλως διὰ τοὺς συγγενεῖς τῆς συζύγου του) Μακεδ. (Βόιον) || Ποιημ Ὁϊμὲ ἀκροούρανα, | θάλασσες, κάμποι, γητε͜ιές, μαγέματα, | δέματα, θάμπη Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Πλέκεις φιλιˬὲς κιˬ ἀνιστορᾷς γητε͜ιὲς παραμυθένιˬες Π. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γήτεμα 1β, μαγικό, μαντολόγημα, μαντολόγι, μαντολογίδι, ξὀρκι, ξορκικό, σταύρωμα 2β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA