γητευτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γητευτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γητευτὴς ὁ, ἐνιαχ γητιφτὴς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν κ.ἀ.) ᾿ητευτὴς Κύπρ. (Καλοπαναγ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ. 90 - Λεξ. Βάιγ. Βλαστ Δημήτρ. Θηλ. γητεύτρα Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. (Ἀρχάν. κ.ἀ.) - Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ. 132 Ι. Κονδυλάκ., Πρώτη ἀγάπ. 73 Κ. Παλαμ.. Ἀσάλ. Ζωὴ 142 γητεύτρια Κρήτ. (Πεδιάδ.) ᾿ητεύτρα Θεσσ. (Δομοκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γητευτὴς-γητεύτρια. Ὁ τύπ. γητεύτρα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Οὐσ. Ὁ διὰ μαγικῶν ἐπῳδῶν ἢ ἐνεργειῶν θεραπεύων ἢ ἀποτρέπων κακόν τι, ὡς νόσον, βασκανίαν κ.τ.τ. ἔνθ᾽ ἀν.: Κάλεσε καὶ γητεῦτρες, Ρωμιὲς καὶ Τούρκισσες καὶ μοῦ ᾽παν διάφορα ξόρκιˬα Ι. Κονδυλἀκ. ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Κ᾽ ἦρθαν κ᾽ οἱ γύφτοι οἱ χτυπημένοι ἀπὸ τὴν πέτρα τῆς μελέτης κ᾽ οἱ μαντευτᾶδες κ᾽ οἱ ἀστρολόγοι κ᾽ οἱ γητευτὲς κ᾽ οἱ ρουχολόγοι Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ. 90. 2) Ἐπιθετικ.: Ὁ γοητεύων διὰ τῆς ὡραιότητός του. Κ. Παλαμ. Ἀσαλ. Ζωὴ 142: Καὶ ᾽ς τὴ γητευύρα σιγαλιˬὰ ποὺ γίνεται ἁρμονία, πάντα χυμένη ἀπὸ παντοῦ, γροικάει τὸ καρδιˬοχτύπι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/