βυζακουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζακουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βυζακουρίζω Νάξ. Ἀπύρανθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βυζακούρι.
Σημασιολογία
Θηλάζω: Ὅλη τὴ νύχτα τὸ βυζακουρίζει dὸ μωρό. Τὸ μωρὸ ἐβυζακούριζέ dηνε κ᾿ ἐψυχομάχε͜ιε gιˬόλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA