γιˬαβασλαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβασλαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαβασλαντίζω ἀμάρτ. γιˬαβασλαdίζου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yavaşlamak = περιπατῶ ἀργά, ηρεμῶ, ἡσυχάζω.
Σημασιολογία
Ἠρεμῶ: Γιˬαβασλάd᾽σι τοὺ ξίδι τ᾽ (παρῆλθε ἡ ὀργή του, ἠρέμησε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA