ἀρούβαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρούβαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρούβαλος ἐπίθ. Κρήτ. χαρδούβαλος Ἀθῆν. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Ἀπρόσεκτος, ἀκατάστατος: Ἀρούβαλο εἶναι τὸ παιδί σου Κρήτ. Ὁ γιˬός της εἶναι ἕνας χαρδούβαλος Ἀθῆν. Τὸ σπίτι μου ἀπ’ αὐτὸν τὸ χαρδούβαλο δὲ μένει ποτὲ καθαρὸ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA