γιˬαβέρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβέρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬαβέρης ὁ, Θρᾷκ. (Καλλικράτ.) γιˬαβέρ᾽ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ. τοῦ τουρκ. yaver = βοηθός, ὑπασπιστής.
Σημασιολογία
Ὑπασπιστὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Τὴ χαραὴ σηκώθηκε, πῆρε τὸ γιˬαβέρη του Θρᾴκ. (Καλλικράτ.) Στέλ᾽ κὶ τοὺν τρανύτιρου τοὺν γιˬαβέρ᾽ τ᾽ Μακεδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἑπών. ὑπο τύπον Γιˬαβέρης Αθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA