βυζαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βυζαλίζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βυζάλι. ᾿Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 7.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ τροφοῦ. θηλάζω τὸ βρέφος ἔνθ’ ἀν.: Βυζαλίζω τὸ παιδὶν Κοτύωρ. Τραπ Χαλδ 2) Ἐπὶ βοσκοῦ, παρέχω τοὺς μαστοὺς τῶν αἰγοπροβάτων εἰς τὰ νεογνὰ διὰ νὰ θηλάσουν Σταυρ.: Βυζαλίζω τ’ ἀρνόπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/