βυζαλιχτούριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζαλιχτούριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζαλιχτούριν τό, Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βυζαλιχτούρι Πόντ. (Οἰν.) βυζαλαχτούριν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βυζαλαχτούρι Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *βυζαλιχτός, ὃ παρὰ τὸ βυζαλίζω, διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούριν. Ὁ τύπ. βυζαλαχτούρι δι’ ἐξακολουθητικὴν ἀφομοίωσιν. Περὶ τοῦ τύπου ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 7.
Σημασιολογία
Βυζαλιχτέριν, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA