γιˬαγαλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγαλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαγαλίκι τό, ἀμάρτ. γιαγαλί᾽ Θρᾴκ. (Γανόχ. Μαΐστρ. Πλατάν. Στέρν.)
Ετυμολογία
Πιθαν. ἐκ τοῦ τουρκ. yagmak = βρέχει.
Σημασιολογία
Βροχερὸς καιρός, πολλαὶ βροχαί, πλημμύραι ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬαγαλί᾽ ἔχουμι ᾽φέτου Μαΐστρ. Τοὺ μιλίσσ᾽ χαίριτι τοὺ γιˬαγαλί᾽ Γανόχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA