γιˬαγικίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγικίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαγικίζω Θρᾴκ. (Σκοπ.) γιακίˬζω Βιθυν (Κατιρλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγίκι. Ὁ τύπ. γιˬακίζω δι᾽ἀνομοίωσιν.
Σημασιολογία
Κτυπῶ μὲ εἰδικὴν ράβδον τὸ γάλα ἐντὸς τῆς κάδης πρὸς ἐξαγωγὴν βουτύρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA