βυζαρᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαρᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βυζαρᾶς ὁ, ἀμάρτ. βυζιαρᾶς Εὔβ. (Ὄρ.) Θηλ. βυζαροῦ κοιν. β’ζαροῦ κοιν. βορ. ἰδιωμ. βυζιαροῦ Εὔβ. (Ὄρ.) βυζουροῦ Κύπρ. Οὐδ. β᾿ζαρούδ᾿κο Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –αρᾶς.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ ἀνδρός. ὁ ἔχων ἕνεκα ὑπερβολικοῦ πάχους εὐτραφὲς στῆθος Εὔβ. (Ὄρ.) 2) Ἐπὶ γυναικός, ἡ ἔχουσα μεγάλους μαστοὺς κοιν.: Μυταροῦ καὶ βυζαροῦ εἶναι ἡ δεῖνα γυναῖκα κοιν. 3) Τὸ κοράσιον τὸ ἀποκτῶν μέγα στῆθος προώρως Στερελλ. (Ἀράχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/