βυζαρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζαρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζαρίδι τό, Κύθν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζάρα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι. Διὰ τὴν μεγεθ. σημασίαν τῆς καταλ. -ίδι ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 18 (1916/7) 169.

Σημασιολογία

Βύζαρος, ὃ ἰδ.: Ἡ κωπέλλα ἔχει κἄτι βυζαρίδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/