ἅρπαγας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅρπαγας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἅρπαγας ἐπίθ. Ἤπ. Μακεδ. (Θεσσαλον) Πελοπν. (Κορινθ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. ἁρπαγᾶς Λεξ. Γαζ. (λ. ἅρπαξ) Λάουνδ. ἁρπαᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἁρπᾶς Ἤπ. ἅρπαγος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ -Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. Βυζ. ἅρπαγους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) κ.ἀ. ἅρπαος Σκῦρ. ἅρπαους Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἅρπαξ. Τὸ ἅρπαγος καὶ μεταγν. Πβ. Σχολ. Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 800 «διαβάλλει τοῦτον ὡς ἅρπαγον».
Σημασιολογία
1) Ὁ τὰ ξένα σφετεριζόμενος, πλεονέκτης, κλέπτης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ.) Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αρτοτ.) κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. Λάουνδ. Περίδ. Βυζ.: Ἅρπαγους ἄνθρουπους Αἰτωλ. Κά’ προυκουπὴ ἕνας ἅρπαγους! αὐτοθ. Πολιˬὸ ἅρπαος ἔσαι, δὲ θὰ σοῦ βγῇ σὲ καλὸ Σκῦρ. Ἅρπαγας ἄνθρωπος ἔν᾿ καὶ κἀμμίαν ’κὶ χορτάζει (ποτὲ δὲν χορταίνει) Κερασ. Ντό ἅρπαγον παιδὶν ἔν’! (τί κλεπτίστατον παιδίον εἶναι!) αὐτόθ. Συνών. ἀδραχτᾶς (Ι), ἀδράχτης (ΙΙ), ἀνάρπαστος 2, ἀνεμογδάρτης 2, *ἁπλοχερέας, ἁπλοχέρης 2, ἁρπαγανιˬάρις, ἁρπαγᾶνος, ἁρπαγούνης, ἁρπαγουνιˬάρις, ἁρπαγῶνας 1, ἁρπαδῶρος, ἁρπαχτέας, ἁρπάχτης Β 1, ἁρπαχτουλλᾶς 1, ἁρπαχτοχέρης. 2) Οὐσ., ἄγκιστρον δι᾽ οὗ ἐξάγουν τὸ εἰς φρέαρ ἐμπῖπτον ἄντλημα Μακεδ. (Θεσσαλον.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάγη 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA