βυζαστάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζαστάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζαστάρι τό, Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Μαζαίικ.) β’ζαστάρ’ Εὔβ. (Ἀκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αίτωλ. ᾿Αράχ. Δεσφ.) κ.ἀ. βυζαχτάρι Ἀθῆν. Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ) β’ζαχτάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βογατσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζαστής, παρ’ ὃ καὶ. βυζαχτής͵ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι.
Σημασιολογία
) Τὸ θηλάζον βρέφος, ἀρνίον ἢ ἐρίφιον Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Μακεδ. (Βογατσ. Σισάν.) Πελοπν. (Κορινθ. Μαζαίικ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀραχ Δεσφ.): Γιˬὰ νὰ μὴν πέφτουν τὰ δόντιˬα τ’ ἀνθρώπ’ πρέπ’ το’τι ποῦ εἶνι β’ζαστάρ’ ἀκόμα νὰ παίρνουν τσιμπίδις ἀποὺ κάβ’ρα, νὰ τοὶς τρίβουν κὶ μὶ τὰ τρίμματα αὐτὰ νὰ τρίβουν τὰ οὖλα τοῦ πιδιˬοῦ (λαϊκὴ δοξασία) Αἰτωλ. Σὰ β’ζαστάρ’ κάνει ᾿Αράχ. Ἔχου ἕνα β’ζαστάρ’ γιˬὰ τ’ ἅγιˬο-Γεωργιοῦ, κἀνιˬὰ δεκαριˬὰ ὀκάδες Ἄκρ. Ψαχν. Τί νὰ φάς ἀπὸ β’ζαστάρ’; τί κρέας ἕ’τοὺ β’ζαστάρ’ Ἀράχ. Συνών. ἐν λ. βυζαλιχτέριν. β) Μετων ἄνθρωπος μωρός ἀνόητος Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἐβὼ δὲν εἶμι β’ζαστάρ’, καταλαβαίνω. 2) Νεαρὸς ὄνος χρησιμοποιούμενος ὡς ἐπιβήτωρ ἐθιζόμενος ἀπὸ γεννήσεως νὰ θηλάζῃ ἵππον Κύπρ. 3) Τὸ κρέας γαλαθηνοῦ ἀρνίου ἢ ἐριφίου Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA