ἁρπάγη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπάγη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁρπάγη ἡ, Ἀθῆν. κ.ἀ. ἀρπάης ὁ, Μακεδ. (Καστορ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἁρπάγη.

Σημασιολογία

1) Ὅργανον καταλῆγον εἰς ἀγκύλας διὰ τοῦ ὁποίου συνήθως ἐξάγουν τὰ εἰς φρέατα ἐμπίπτοντα ἀντλήματα, ἄγκιστρον Ἀθῆν. κ.ἀ. Συνών. ἄγγριφας, ἀγγρίφι 1, ἀνασυρτὸς Β2, ἅρπα, ἅρπαγας 2, ἁρπάγι 1, ἁρπαχτάρι 1, ἁρπάχτης Α 1, ἁρπαχτὸ (λ. ἁρπαχτὸς Β2) 2) Ὄργανον ἁλιευτικὸν μετὰ δικτύου Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάγι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/