ἁρπάγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπάγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁρπάγι τό, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Μακεδ. (Καστορ.) Προπ. (Κούταλ) κ.ἀ. ἁρπά’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἁρπάιν Κύπρ. ἁρπάγια τά, ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 211 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ. 2 75.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἁρπάγιον. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασιλ. τάξ. 677 (ἔκδ. Βόννης) «καρφίον ἀρπάγιον» ἤτοι ἁγκιστροειδές. Πβ. καὶ ἀρχ. ἁρπάγιον.
Σημασιολογία
1) Ἁρπάγη 1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπρ. κ.ἀ.: Φέρε τ᾿ ἁρπάιν νὰ βκάλουμεν τὸν κάον ποὺ ἔπ-πεσεν μέσ᾿ ᾽ς τὸν λάκ-κον. 2) Ὄργανον ἁλιευτικὸν ἐκ δικτυωτοῦ θυλάκου προσηρμοσμένου εἰς τὸ ἄκρον κοντοῦ χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν ἄγραν ἰχθύων καὶ ἄλλων θαλασσίων ζῴων Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. ἀπόχη 1, ἀπόχι 2, ἁρπάγη 2, ἁρπαχτάρι 2. β) Ὄργανον ἁλιευτικὸν διὰ τοῦ ὁποίου ἐξάγουν ἐκ τοῦ γρίπου τοὺς ἁλιευθέντας ἰχθῦς Προπ. (Κούταλ.)-ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Δὲ φοβᾶμ᾿ ἐγὼ ἀπὸ Τοῦρκο καὶ τ᾿ ἁρπάγιˬα δὲ μὲ πιˬάνουν | τῆς σκλαβιᾶς ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3) Πληθ., ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης Θρᾴκ. (Αἷν.)-ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σ’ αὐτὸν τὸ λάκκο ἀποβραδὺς θαμμένος εἶν’ ὁ Διˬάκως, τ’ ἀστροπελέκι τοῦ βουνοῦ σβε͜ιέται σ’ αὐτὸ τὸ μνῆμα, χαρούμενο᾿ς τ᾿ ἁρπάγιˬα του τὸν ἔχει τὸ σφαλάγγι καὶ τοῦ βυζαίνει τὴν ψυχή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA