ἁρπαγία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαγία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρπαγία ἡ, Θεσσ. (Ἁλμυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅρπαγας.
Σημασιολογία
Ἡ βιαία ἀφαίρεσις ξένου πράγματος, ἁρπαγή: Ὁ δεῖνα κοιτάζει ὅλο τὴν ἁρπαγία. Συνών. ἴδ. ἐν λ. ἁρπαγή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA