γιˬαγκινλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγκινλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαγκινλίκι τὸ, ἐνιαχ. γιˬαgιλίκι Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγκίνι.

Σημασιολογία

Γιˬαγκίνι 2, τὸ ὀπ. βλ.: ᾎσμ. Ἄχι, τὸ γιˬαgιλίκι μου, τὴ λάβρα τῶ σ᾽κωθιˬῶ μου μὴ dηνε δώσῃς, γιˬαραbὴ, τῶ dουχιουμάνηδώ μου (τῶ σ᾽κωθιˬῶ = τῶν συκωτιῶν, γιαραbῆ = θεὲ, τῶ dουχιˬουμάνηδώ μου = τῶν ἐχθρῶν μου) Νεάπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/