ἁρπαγμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαγμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁρπαγμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἁρπαμὸς Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρπάζω.
Σημασιολογία
1) Ἁρπαγὴ Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ίδ. ἐν λ. ἁρπαγή. 2) Θυμὸς Κρήτ.: Ἔχει ἕναν ἁρπαμὸ ποῦ δὲ bοραῖς νὰ τοῦ μλήσης!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA